ταραχή

ταραχή
ταραχή, ῆς, ἡ (ταράσσω; Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX; TestSol 10:29 C; TestJob, Test12Patr, EpArist, Philo, Joseph.; loanw. in rabb.) gener. in ref. to a disturbance of the usual order.
movement of someth. caused by stirring, stirring up of water which was usually quiet J 5:3 [4] v.l.
inward disturbance, perplexity, disquietude, fig. ext. of 1 (Thu., Pla., LXX; Jos., Ant. 14, 273 w. φόβος) IEph 19:2.
upset of normal civic relations, disturbance, tumult, rebellion, fig. ext. of 1 (Hdt. et al.; OGI 90, 20; PAmh 30, 10 [II B.C.]; Mitt-Wilck. I/2, 167, 14 [II B.C.]; 3 Macc 3:24; Jos., Bell. 1, 216) pl. (Diod S 5, 40, 1 ταραχαί=confusion; Artem. 1, 17; 52 al.; TestDan 5:2; Jos., Vi. 103) Mk 13:8 v.l.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταραχῇ — ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχή — disorder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ταραχή — η 1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας. 2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή. 3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα. 4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου φερε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραχῆι — ταραχῇ , ταραχή disorder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχαῖς — ταραχή disorder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχαί — ταραχή disorder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῆς — ταραχή disorder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῇσι — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχῇσιν — ταραχή disorder fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραχήν — ταραχή disorder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”